ἐξαμύνασθαι

ἐξαμύνασθαι
ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι
ward off from oneself
aor inf mp
ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι
ward off from oneself
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξαμύνομαι — ἐξαμύνομαι (Α) αποκρούω κάποιον ή κάτι, αμύνομαι εναντίον κάποιου, εξουδετερώνω, αποκρούω, απομακρύνω κάτι («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» ν αμυνθούμε στο πρωινό ψύχος, Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”